ἠῶθεν

ἠῶθεν
ἠῶθεν, [dialect] Dor. [full] ἀῶθεν, Adv., ([etym.] ἠώς)
A from morn, i.e. at dawn, at break of day, Il.11.555, 18.136, Od.1.372, etc.;

ἠῶθεν μάλ' ἦρι 19.320

; ἀῶθεν

θεν ἅμα δρόσῳ Theoc.15.132

.
2 to-morrow morning, Od.15.506; in the morning, A.R.4.1224.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηώθεν — ἠῶθεν και δωρ. τ. ἀῶθεν (Α) επίρρ. 1. από το πρωί, από την αυγή («ἠῶθεν δ ἀγορήνδε καθεζώμεθα», Ομ. Οδ.) 2. αύριο, το επόμενο πρωί (ἠῶθεν δέ κεν ὕμμιν ὁδοιπόριον παραθείμην», Ομ. Οδ.) 3. πρωί πρωί, κατά το πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηώς + θεν, κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • ἠῶθεν — ἕωθεν from morn epic (indeclform adverb) ἠῶθεν from morn indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έωθεν — ἕωθεν (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἠῶθεν) [ἕως II] από την αυγή, από τα χαράματα, από το πρωί, από νωρίς αρχ. (φρ. α) «ἕωθεν εὐθύς» πρωί πρωί, από τα χαράματα β) «αὔριον ἕωθεν» αύριο πρωί πρωί, αύριο τα χαράματα …   Dictionary of Greek

  • επαθρώ — ἐπαθρῶ, έω (Α) αντί εισαθρώ*, βλέπω, παρατηρώ («ἠῶθεν γὰρ ἐπαθρήσαντας ἕκαστα», Απολλ. Ροδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αθρώ «βλέπω, παρατηρώ»] …   Dictionary of Greek

  • ἀῶθεν — indeclform (adverb) ἠῶθεν from morn doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”