ηώθεν — ἠῶθεν και δωρ. τ. ἀῶθεν (Α) επίρρ. 1. από το πρωί, από την αυγή («ἠῶθεν δ ἀγορήνδε καθεζώμεθα», Ομ. Οδ.) 2. αύριο, το επόμενο πρωί (ἠῶθεν δέ κεν ὕμμιν ὁδοιπόριον παραθείμην», Ομ. Οδ.) 3. πρωί πρωί, κατά το πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηώς + θεν, κατάλ.… … Dictionary of Greek
ἠῶθεν — ἕωθεν from morn epic (indeclform adverb) ἠῶθεν from morn indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έωθεν — ἕωθεν (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἠῶθεν) [ἕως II] από την αυγή, από τα χαράματα, από το πρωί, από νωρίς αρχ. (φρ. α) «ἕωθεν εὐθύς» πρωί πρωί, από τα χαράματα β) «αὔριον ἕωθεν» αύριο πρωί πρωί, αύριο τα χαράματα … Dictionary of Greek
επαθρώ — ἐπαθρῶ, έω (Α) αντί εισαθρώ*, βλέπω, παρατηρώ («ἠῶθεν γὰρ ἐπαθρήσαντας ἕκαστα», Απολλ. Ροδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αθρώ «βλέπω, παρατηρώ»] … Dictionary of Greek
ἀῶθεν — indeclform (adverb) ἠῶθεν from morn doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)